|
To επεισόδιο ξεκινά με εισαγωγικό κείμενο για το Μίκη Θεοδωράκη το οποίο αναφέρει «Το πορτραίτο του πιο αγαπημένου συνθέτη της εποχής μας που μπήκε στη μάχη της ζωής 15 χρονών κάνοντας σαμποτάζ στους Ιταλούς και από τότε δεν έπαψε να μάχεται, να ελπίζει και να χαμογελά. Μίκης Θεοδωράκης, το γελαστό παιδί που ξεκίνησε από την Κρήτη, έζησε στην Αθήνα, κοντοστάθηκε στη Ζάτουνα, φυλακίστηκε στον Ωρωπό και άραξε στην Αθανασία».
Στην εισαγωγή του ο Γερμανός αναφέρει το πόσο καιρό περίμενε για να κάνει μια τηλεοπτική συνάντηση με το Θεοδωράκη και κρατά στα χέρια του το βιβλίο του Θεοδωράκη με τίτλο «Το Χρέος». Ο Μίκης υπογραμμίζει τη σημασία της εμφάνισης του στην ΥΕΝΕΔ και το πώς αντιλαμβάνεται την έννοια του στρατού.
Ο Γερμανός αναφέρει τις επικείμενες συναυλίες του Θεοδωράκη με το έργο «Κάντο Χενεράλ» στο στάδιο Καραϊσκάκη που έλαβαν χώρα λίγες μέρες μετά το γύρισμα της εκπομπής, στις 13 και 16 Αυγούστου 1975. Ο Μίκης κάνει λόγο για τις τελευταίες ίσως, «τέτοιας μορφής» συναυλίες του, ενώ αναφέρει πως από το 1970 που απελευθερώθηκε έχει δώσει περίπου 1000 συναυλίες. Μιλά για την «κορύφωση» στην προσπάθειά του για τη δημιουργία «λαϊκού ορατορίου».
Στη συνέχεια η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από την ποίηση του Πάμπλο Νερούδα και τον ποιητή ως αγωνιστή αλλά και γύρω από τη σχέση Μίκη-Νερούδα. Ο Μίκης αναφέρει πως τις επιλογές των τραγουδιών για τη μελοποίηση του «Κάντο Χενεράλ» τις έκαναν μαζί με τον Νερούδα.
Προβάλλεται φωτογραφία από πρόβα του Θεοδωράκη με το Νερούδα και τη συζυγό του στο Παρίσι το Δεκέμβρη του 1972.
Ο Θεοδωράκης θυμάται την πρόσκλησή του στη Χιλή για ενίσχυση του κοινωνικού κινήματος μέσω συναυλιών μαζί με το Νερούδα. Θυμάται την απουσία του Νερούδα από τη συναυλία στο Μπουένος Άιρες λόγω ασθένειας και το θάνατό του. Ο Γερμανός υποστηρίζει πως «η Χιλή και ο Νερούδα αρρώστησαν παράλληλα» ενώ ο Θεοδωράκης θεωρεί πως εκτός από το πρόβλημα υγείας του Νερούδα, εκείνο που τον αποτελείωσε ήταν η κατάλυση της δημοκρατίας στη χώρα του. Ο Γερμανός ρωτά για τη γνωριμία Μίκη- Νερούδα, και συζητούν για τον Αλιέντε το στρατό της Χιλής, τον Πινοσέτ. Ο Θεοδωράκης ανακαλεί τον Αλιέντε να μην ανησυχεί για την εμπλοκή του στρατού στην πολιτική σταθερότητα της χώρας αλλά να διατυπώνει πως « Ο κίνδυνος θα έρθει απέξω».
Ο Φρέντυ τώρα περνά μιλά για το βιβλίο του Μίκη «Το Χρέος» ενώ αναφέρει την πρώτο αγώνα του Μίκη ενάντια στους Ιταλούς το 1943. Προβάλλεται φωτογραφία του Μίκη παιδάκι στην Αρκαδία. Συζητούν για τη φωτογραφία (συζήτηση που θα επανέλθει αργότερα) και ο Μίκης επισημαίνει πως ένας εκ των εικονιζόμενων ήτα νο φίλος του, ανθυπολοχαγός Μάκης Καραλής που σκοτώθηκε.
Έπειτα, προβάλλεται στο στούντιο απόσπασμα του ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου, με θέμα την ελληνική ιστορία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και τίτλο «Τραγωδία του Αιγαίου» και του αναφέρει πως ο ίδιος ο Μάρος του έχει μεταφέρει πως ο Μίκης βρίσκεται κάπου μέσα στο ντοκιμαντέρ. Συζητούν εκτενέστερα για την εμπλοκή του Μίκη με το σαμποτάζ ενάντια στους Ιταλούς, όπου ο Θεοδωράκης ως λοχαγός του Ε.Λ.Α.Σ. συμμετείχε. Ο Θεοδωράκης θυμάται συνάντησή του με Γερμανό στρατιώτη στο Φάληρο, στο κτίριο με όλο τον οπλισμό των Γερμανών .
Ο Γερμανός γυρνά την κουβέντα τώρα στην ιδιότητα του Μίκη ως συνθέτη. Μιλάνε για τα πρώτα έργα του (θρησκευτικού/εκκλησιασιαστικού χαρακτήρα, με τη Χορωδία της Τρίπολης) αλλά και τραγούδια μελοποιημένης ποίησης των Διονύσιου Σολωμού, Βάρναλη, Βαλαωρίτη, Ρίτσο. Μιλά για τη σύνθεση της «Κασσιανής» του το 1942 ενώ θυμάται τον Ευάγγελο Παπανούτσο [διευθυντή τότε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης]. Εξηγεί πώς ανακάλυψε το έργο του Γιάννη Ρίτσου ενώ σε φωτογραφία που προβάλλεται σχολιάζει « είχαμε ονομάσει με τους φίλους μου αυτόν τον βράχο σε Βράχο του Ρίτσου», καθώς πηγαίνανε και τραγουδούσαν τα τραγούδια του Μίκη εκεί.
Προβάλλεται ξανά η φωτογραφία όπου ο Μίκης διακρίνει εκτός του Μάκη Καραλή και τον φίλο του κο Κωνσταντινόπουλο. Θυμάται πως αφιέρωσε την πρώτη του συναυλία στους φίλους του Μάκη Καραλή και Βασίλη Ζάνο, κομμουνιστή, που σκοτώθηκαν την ίδια μέρα το 1948.
Ο Γερμανός φέρνει την συζήτηση στην πρώτη δισκογραφική δουλειά του Μίκη, τον «Επιτάφιο» του 1959. Συζητούν για το πώς έγινε ο δίσκος ενώ ο Γερμανός αναφέρει πως ο Μίκης δεν έχει μιλήσει ποτέ για αυτό στην τηλεόραση. Σύμφωνα με το Θεοδωράκη, που όπως είχε πει νωρίτερα είχε ανακαλύψει το Ρίτσο νεότερος, το 1958 όπου ο Ρίτσος βγήκε από τη φυλακή, έστελνε βιβλία του στο Μίκη και συγκεκριμένα στον «Επιφάφιο» του είχε σημειώσει: « …[το βιβλίο] που η δικτατορία έκαψε στις Στήλες του Ολυμπίου Διός». Εξηγεί γιατί τον γοήτευσε το συγκεκριμένο έργο παράλληλα με τον πόθο του να κάνει «λαϊκή μουσική» και όχι «ηλεκτρονική». Θυμάται πώς μέσα στο Opel που είχε εκείνη την εποχή και σε μια βροχερή μέρα, έγραψε 7 τραγούδια στα περιθώρια του βιβλίου του Ρίτσου, τα έστειλε στον ποιητή και τον Βύρωνα Σάμιο, ενώ επισημαίνει πως τα τραγούδια αυτά ήταν «η συμβολή [του] στον εκλογικό αγώνα», μιλώντας για τις εκλογές του 1958. Eξιστορεί πώς συνεργάστηκε με τον Χατζιδάκι και τον Πατσιφά και ανακαλεί τις πρόβες με μαέστρο τον Χατζιδάκι και ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη στο στούντιο της Κολούμπια. Επισημαίνει δε πως με την ερμηνεία της Μούσχουρη το έργο έπερνε άλλη διάσταση από αυτήν που επιθυμούσε (εκείνη του λαϊκού ορατορίου) και πως επέλεξε να συνεργατεί τελικά με το Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο και πρόλαβε λίγο πριν μεταναστεύσει στην Αιθιοπία (την οποία ονομάζει Αβησσυνία κατά την παλιά της ονομασία). Ο λόγος της επιλογής αυτής; Ο Μίκης άκουγε τον Μπιθικώτση όταν ήταν στην Μακρόνησο και του άρεσε πολύ ενώ αναζητούσε παράλληλα μια διαφορετική ερμηνεία σε σχέση με την προσέγγιση του Χατζιδάκι, την οποία και βρήκε στη φωνή του Μπιθικώτση και στο μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη τον οποίο και χαρακτηρίζει ως « μεγαλοφυή Έλληνα μουσικό». Ο συνθέτης θυμάται επίσης τον ερχομό του στην Ελλάδα το 1959, τη συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο και τον Αλέξη Μινωτή στις «Φοίνισσες» το 1960.
Μετά συζητούν για το τραγούδι «Μυρτιά» που μελοποίησε ο Μίκης από το ποίημα του Νίκου Γκάτσου, που δημιουργήθηκε παράλληλα με τον «Επιτάφιο». Ανακαλεί συνάντησή του στο Φλόκα του Κολωνακίου με το Χατζιδάκι, τον Γκάτσο και τον τότε διευθυντή του ΕΙΡΤ Πύρρο Σπυρομήλιο για τον οποίο λέει πως «είχε αγαπήσει τη μουσική του» και ήθελε να γράψει στον τάφο του απόσπασμα από τους στίχους του τραγουδιού «Παλικάρι». Επίσης θυμάται πως ο Σπυρομήλιος «έβαζε τη μουσική του στο ΕΙΡΤ ενώ ήταν απαγορευμένη» αλλά και πως τον κάλεσε να συμμετάσχει στο Β’ Φεστιβάλ Ελαφρού τραγουδιού. Λέει δε πως συμφωνήσανε εντέλη να εμφανιστεί την επόμενη χρονιά στο Γ’ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού. Επιστρέφοντας στο Φλόκα και σε συνάντηση με το Γκάτσο, αναφέρει πως του είπε ο Γκάτσος πως έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «Μυρτιά» αφού γνώρισε τη γυναίκα του την Μυρτώ. Έτσι η μελοποίηση έγινε επιτόπου στου Φλόκα σε ερμηνεία της Γιοβάννας ενώ τονίζει πως την ενορχήστρωση και διεύθυνση της ηχογράφησης έκανε ο Χατζιδάκις που «είχε μεγάλη έμπνευση» .Ο Μίκης θεωρεί το τραγούδι αυτό την πρώτη μεγάλη του επιτυχία.
Αναφέρονται τώρα τα «Σε πότισα ροδόσταμο» που ο Μίκης λέει ότι του το έδωσε ο Γκάτσος τα Χριστούγεννα του 1960-1961. Ο Μίκης θυμάται την μουσική του για το φιλμ «Η σκιά της γάτας» (The Shadow of the Cat, 1961) του σκηνοθέτη John Gilling έχοντας ένα μόνιμο συμβόλαιο με αγγλική εταιρεία . Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς γλέντησαν στο κέντρο του Μανώλη Χιώτη, και το πρωί πετάξανε για το Λονδίνο. Στο Σόχο, στο στούντιο της ηχογράφησης της ταινίας που δεν του άρεσε ιδιαίτερα ο Μίκης ξεκίνησε να σκαρώνει τη μοσική του «Σε πότισα ροδόσταμο». Θεωρεί πως αποτελεί κομβική στιγμή για τη δημιουργία της έντεχνης λαϊκής μουσικής σε ένα «έδαφος» καλά προετοιμασμένο από τους λαϊκούς μας συνθέτες (Τσιτσάνης , Χιώτης, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρης κλπ). Ξεδιπλώνει την άποψή του για την προσέγγιση του Χατζιδάκι που ακολούθησε, χαρακτηρίζοντας τον μουσική μεγαλοφυία, θεωρώντας όμως πως υπήρχαν δύο μειονεκτήματα: οδηγούσε τη μουσική, ακουμπώντας στη λαϊκή παράδοση, σε δρόμους πιο ελαφ
|
|